πεντασθενής

πεντασθενής
-ές
(για χημικά στοιχεία) αυτός που έχει την ικανότητα να ενώνεται με πέντε άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για τον σχηματισμό κορεσμένης ένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -σθενής (< σθένος), απόδοση του αγγλ. pentavalent].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδονιτόλη — Πεντασθενής αλκοόλη του τύπου C5H7(OH)5 που σχηματίζεται από το σάκχαρο λυξόξη, CH2OH (CHOH)3 CHO (αλδοπεντόζη), αν γίνει αναγωγή της αλδεϋδικής ομάδας σε πρωτοταγή αλκοολική …   Dictionary of Greek

  • κερκίτης — Οργανική ένωση του τύπου C6H7(OH)5, που βρίσκεται στα βελανίδια. Είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτο στο νερό. Έχει σημείο τήξης 234°C. Ονομάζεται και βαλανοσάκχαρο. * * * ο χημ. η κυκλική οργανική ένωση πεντασθενής αλκοόλη.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλιτόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, πεντασθενής αλκοόλη που αποτελεί προϊόν αναγωγής τής ξυλόζης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylitol < xyl (< ξύλο) + itol ( ite [< ίτης*]) + ol, κατάλ. τής χημικής ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”