- πεντασθενής
- -ές(για χημικά στοιχεία) αυτός που έχει την ικανότητα να ενώνεται με πέντε άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για τον σχηματισμό κορεσμένης ένωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -σθενής (< σθένος), απόδοση του αγγλ. pentavalent].
Dictionary of Greek. 2013.